ὁπόσ'

ὁπόσ'
ὁπόσε , ὁπόσε
poetic indeclform (adverb)
ὁπόσα , ὁπόσος
as many
neut nom/voc/acc pl
ὁπόσε , ὁπόσος
as many
masc voc sg
ὁπόσαι , ὁπόσος
as many
fem nom/voc pl
ὁπόσᾱͅ , ὁπόσος
as many
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • όποσ(σ)ουμ — και όποσ(σ)ον, το ζωολ. γενική κοινή ονομασία 66 περίπου ειδών μικρόσωμων μαρσιποφόρων θηλαστικών τής Αμερικής, που ανήκουν στην οικογένεια διδελφίδες και φημίζονται για τη γούνα τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. opossum < λ. apasum τής Αλγκονκικής,… …   Dictionary of Greek

  • οπόσος — η, ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, η, ον) (αντων.) 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος 3. τόσο πολύς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”